υπερσαρκώ

υπερσαρκώ
(I)
-έω, Α [ὑπέρσαρκος]
1. (για επουλωμένο τραύμα) εκφύω περιττή σάρκα («ὑπερσαρκεῑ τὸ ἕλκος», Ιπποκρ.)
2. μτφ. (για πρόσ.) παίρνω πολλά περιττά κιλά, γίνομαι παχύσαρκος («ὑπὸ τρυφῆς... ἔλαθεν ὑπερσαρκήσας», Αιλ.).
————————
(II)
-όω, Α [ὑπέρσαρκος]
(για επουλωμένο τραύμα) σχηματίζω υπερσάρκωμα, ὑπερσαρκῶ (Ι)*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • υπερσάρκημα — ήματος, τὸ, Μ [ὑπερσαρκῶ (Ι)] το υπερσάρκωμα …   Dictionary of Greek

  • υπερσάρκωμα — το / ὑπερσάρκωμα, ώματος, ΝΜΑ [ὑπερσαρκῶ (II)] υπέρμετρη σαρκώδης ουλή που σχηματίζεται πάνω σε επουλωμένο τραύμα …   Dictionary of Greek

  • υπερσάρκωση — η / ὑπερσάρκωσις, ώσεως, ΝΜΑ [ὑπερσαρκῶ (II)] σχηματισμός υπερσαρκώματος, έκφυση υπέρογκων σαρκωμάτων σε επουλωμένο τραύμα αρχ. μτφ. υπερηφάνεια, αλαζονεία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”